Ένα όνειρο πανοραμικό. Ένα όνειρο που έμελλε να με στείλει στον ψυχαναλυτή. Ένα όνειρο allegro maestoso. Ήμουνα λέει σ'έναν γκρεμό εκεί ψηλά στη Μαρμαριά. Από κάτω σκουπίδια, από πάνω ο Άγιος Δημήτριος. Από κάτω σκατούλες, από πάνω τα οικόσημα. Αμέριμνος έπαιζα το βιολί μου και σκεφτόμουν. <<Πάλι πρέπει να ζυμώσω ψωμί>>, <<Αυτή τη φορά θα το φτιάξω με ζέα, ν' αποτοξινωθούν και τα νεφρά>>. Ήμουν χαρούμενος. Ήμουν ευτυχισμένος.
Ξάφνου, μια αίσθηση τραμουντάνας. Από κάτω ως τον εκατοστό μου σπόνδυλο. Γυρίζω και τί να δώ? Μια τεράστια γκαρσονιέρα να έρχεται κατά πάνω μου μ' ένα φωτόσπαθο τζένταϊ. <<Το 'ξερα>>, ψιθυρίζω. Με μιαν αστραπιαία κίνηση μεταμορφώνω το βιολί μου σε ηλεκτρονική σφουγγαρίστρα. Από το στόμα μου φυτρώνουν τέσσερις χαυλιόδοντες. Τα μπράτσα μου τετραπλασιάζονται σε όγκο-πάλι καλά που φορούσα αμάνικο, αλλιώς θα σκιζόταν. Οι φλέβες μου πρήζονται και με μια πύρινη εξώθηση διοχετεύουν τοξικές χλωρίνες στο ροοστάτη της σφουγγαρίστρας. Πριν καλά-καλά προλάβω να εξαϋλώσω την εχθρό μου, κάτι σαν μπλακ άουτ με μεταφέρει στα κεντρικά γραφεία της κοινότητας Μαρμαριάς (broadway 145 η διεύθυνση, σαν να τη βλέπω μπροστά μου). Ήμουνα λέει αντιπρόεδρος! Γύρω μου, μυριάδες βόσκαγαν τα κουνέλια, που μάλιστα βρωμούσαν μπάφο τρίτης κατηγορίας. Με τις παλινδρομικές κινήσεις των ρουθουνιών τους με δόξαζαν- σου λέει είχα σώσει το χωριό από βέβαιο όλεθρο. Μα το ρουθούνισμά τους είχε κάτι μαγικό- οι κοφτήρες μου άρχισαν να μακραίνουν και τ'αυτιά μου να μεγαλώνουν, και τρίχες λευκές φύτρωναν σε όλο μου το σώμα! Γινόμουν κι εγώ κουνέλι, γινόμουν κι εγώ ένας σαν κι αυτούς, ένα τεράστιο υπερτροφικό κουνέλι με μυς που φορούσε ένα δάφνινο στεφάνι! Με τα ρουθουνίσματά τους ν' αντηχούν ακόμη στην κρεβατοκάμαρα, ξύπνησα ανεβασμένος. Έκτοτε πιστεύω οτι είμαι κουνέλι. Σας παρακαλώ, μή με κάνετε στιφάδο.
Ξάφνου, μια αίσθηση τραμουντάνας. Από κάτω ως τον εκατοστό μου σπόνδυλο. Γυρίζω και τί να δώ? Μια τεράστια γκαρσονιέρα να έρχεται κατά πάνω μου μ' ένα φωτόσπαθο τζένταϊ. <<Το 'ξερα>>, ψιθυρίζω. Με μιαν αστραπιαία κίνηση μεταμορφώνω το βιολί μου σε ηλεκτρονική σφουγγαρίστρα. Από το στόμα μου φυτρώνουν τέσσερις χαυλιόδοντες. Τα μπράτσα μου τετραπλασιάζονται σε όγκο-πάλι καλά που φορούσα αμάνικο, αλλιώς θα σκιζόταν. Οι φλέβες μου πρήζονται και με μια πύρινη εξώθηση διοχετεύουν τοξικές χλωρίνες στο ροοστάτη της σφουγγαρίστρας. Πριν καλά-καλά προλάβω να εξαϋλώσω την εχθρό μου, κάτι σαν μπλακ άουτ με μεταφέρει στα κεντρικά γραφεία της κοινότητας Μαρμαριάς (broadway 145 η διεύθυνση, σαν να τη βλέπω μπροστά μου). Ήμουνα λέει αντιπρόεδρος! Γύρω μου, μυριάδες βόσκαγαν τα κουνέλια, που μάλιστα βρωμούσαν μπάφο τρίτης κατηγορίας. Με τις παλινδρομικές κινήσεις των ρουθουνιών τους με δόξαζαν- σου λέει είχα σώσει το χωριό από βέβαιο όλεθρο. Μα το ρουθούνισμά τους είχε κάτι μαγικό- οι κοφτήρες μου άρχισαν να μακραίνουν και τ'αυτιά μου να μεγαλώνουν, και τρίχες λευκές φύτρωναν σε όλο μου το σώμα! Γινόμουν κι εγώ κουνέλι, γινόμουν κι εγώ ένας σαν κι αυτούς, ένα τεράστιο υπερτροφικό κουνέλι με μυς που φορούσε ένα δάφνινο στεφάνι! Με τα ρουθουνίσματά τους ν' αντηχούν ακόμη στην κρεβατοκάμαρα, ξύπνησα ανεβασμένος. Έκτοτε πιστεύω οτι είμαι κουνέλι. Σας παρακαλώ, μή με κάνετε στιφάδο.