Ένα πρωινό η Στορμ ξύπνησε θυμωμένη. Τα κοφτερά της δόντια καθρεφτίζονταν στις τζαμαρίες των ουρανοξυστών και στη βιτρίνα του πολυκαταστήματος "ο Πόντιος", που πουλούσε "σεντόνια για κατούρημα" ξακουστά σε όλη την Ευρώπη. Επειδή δεν μπορούσε εκείνη την ημέρα να κάνει ζεν, αποφάσισε να εκτονωθεί στους ανθρώπους. Αποφάσισε να βρέξει χλωρίνη. Πρώτα ψόφησαν όλα τα γατιά του facebook. Τα ροζ ημιμόνιμα τεχνητά πεντικιούρ στο χρώμα της τσιχλόφουσκας άρχισαν να ξεραίνονται και να ξεριζώνονται, σαν τα δάχτυλά σου αν τα βάλεις σε υγρό άζωτο. Η χλωρίνη σκότωνε σκύλους, σκάλες, σκλήθρες, σκαλκόκωτες και σκαλπ σκληροπυρηνικών σκίνχεντς. Η χλωρίνη σκότωσε και όλα τα μικρόβια. Γι' αυτό η γειτόνισσά μου (βιώνοντας μιαν υποχονδριακή έκσταση) αποφάσισε να πετάξει από το μπαλκόνι τη σκούπα, τη σφουγγαρίστρα και την ηλεκτρική μυγοσκοτώστρα, που έπεσε στο κεφάλι ενός περαστικού και του προκάλεσε ένα mini ηλεκτροσόκ που τον αναζωογόνησε. Η χλωρίνη ερωτικοποίησε τη ζώνη αγνότητας μιας 14χρονης παρθένας, που ως τότε η μόνη της ενασχόληση ήταν να γράφει ουσιώδη ποιήματα με βαθύτερα κοινωνικοπολιτιστικά μηνύματα. Έτσι αυτή, ξαφνικά, άρχισε να φαντασιώνεται άνδρες μαυριδερούς γύφτους και να είναι μία πόρνη! Σύντομα πέρασε στην ιστορία ως "η πόρνη Klinex", ιδιαίτερα "ερεθιστική, εύφλεκτη και επικίνδυνη".
Anyways, η βροχή αποτέλεσε talk of the day και talk of the town για τουλάχιστον 24 λεπτά. Στη συνέχεια οι πολίτες άρχισαν να βαριούνται. Αποφάσισαν να πάνε για ψώνια στην ανοιχτή Κυριακάτικη αγορά. Τους υποδέχθηκαν χαμογελαστές πωλήτριες, που για το μεροκάματο έχουν καταπνίξει βασικά κάθε ελπίδα για ποιότητα ζωής-πχ για χαλάρωση, διήμερες αποδράσεις και λοιπά μη ρεαλιστικά και υπερβολικά πράγματα. Στα ακουστικά που φορούσαν το αφεντικό τους σιγοτραγουδούσε: <<άμα θες, κι άμα δε θές, στην ουρά έχει πολλές, παρακαλούν γονατιστές>>. Εν τω μεταξύ, κόσμος γλιστρούσε έξω στις λιμνούλες της χλωρίνης.
Anyways, η βροχή αποτέλεσε talk of the day και talk of the town για τουλάχιστον 24 λεπτά. Στη συνέχεια οι πολίτες άρχισαν να βαριούνται. Αποφάσισαν να πάνε για ψώνια στην ανοιχτή Κυριακάτικη αγορά. Τους υποδέχθηκαν χαμογελαστές πωλήτριες, που για το μεροκάματο έχουν καταπνίξει βασικά κάθε ελπίδα για ποιότητα ζωής-πχ για χαλάρωση, διήμερες αποδράσεις και λοιπά μη ρεαλιστικά και υπερβολικά πράγματα. Στα ακουστικά που φορούσαν το αφεντικό τους σιγοτραγουδούσε: <<άμα θες, κι άμα δε θές, στην ουρά έχει πολλές, παρακαλούν γονατιστές>>. Εν τω μεταξύ, κόσμος γλιστρούσε έξω στις λιμνούλες της χλωρίνης.