Βραδιάζει, κι ο Κωστής αράζει επί του καναπέος.
Η καρδιά του βράζει γιατί μέσα στ' αγιάζι δεν νιώθει άλλο νέος.
Οι φίλοι του παρτάρουν, κι όλοι μπάφο φουμάρουν κοντά στη Σοφοκλέους.
Μα κόλλησε τη γρίπη, και μένει μες στο σπίτι ν' ακούει τους Σερραίους (οι από πάνω γείτονες είναι αυτοί)
Δεν θέλει την αρρώστια, πεινάει και θέλει τόστια, βαριέται όλο mikeius.
Ξάφνου καίγεται το ηχείο κι απ'την πόρτα μπάζει κρύο όπως στο Πολυτεχνείο.
Τυλιγμένος με κουβέρτα φορεμένη σαν μια μπέρτα φτάνει μέχρι το ψυγείο.
Διάβασε μια συνταγή, αποτοξινωτική, για να νιώθει πάντα μπρίο.
Ξύσματα από λεμόνι, τρίμματα από μαόνι και ρινίσματα από αμόνι,
σε μια γυάλινη κανάτα, τραγουδώντας την τραβιάτα, κι ένα λίτρο νερο κρύο.
Μονομιάς το κατεβάζει, (αυτό λιγάκι τον τρομάζει) και νά σου πάλι ακμαίος!
Με δέρμα λαμπερό, το μάτι καθαρό, σαν γιατρουδάκος νέος.
Θέλει να πετάξει τώρα, κατ' αρχας τη θερμοφόρα, κι ύστερα όλα τα τσάγια τους λαπάδες τ' αποφάγια.
Ντύνεται ολοταχώς, κατευθύνεται εκτός
και γίνεται μπουχός!
Η καρδιά του βράζει γιατί μέσα στ' αγιάζι δεν νιώθει άλλο νέος.
Οι φίλοι του παρτάρουν, κι όλοι μπάφο φουμάρουν κοντά στη Σοφοκλέους.
Μα κόλλησε τη γρίπη, και μένει μες στο σπίτι ν' ακούει τους Σερραίους (οι από πάνω γείτονες είναι αυτοί)
Δεν θέλει την αρρώστια, πεινάει και θέλει τόστια, βαριέται όλο mikeius.
Ξάφνου καίγεται το ηχείο κι απ'την πόρτα μπάζει κρύο όπως στο Πολυτεχνείο.
Τυλιγμένος με κουβέρτα φορεμένη σαν μια μπέρτα φτάνει μέχρι το ψυγείο.
Διάβασε μια συνταγή, αποτοξινωτική, για να νιώθει πάντα μπρίο.
Ξύσματα από λεμόνι, τρίμματα από μαόνι και ρινίσματα από αμόνι,
σε μια γυάλινη κανάτα, τραγουδώντας την τραβιάτα, κι ένα λίτρο νερο κρύο.
Μονομιάς το κατεβάζει, (αυτό λιγάκι τον τρομάζει) και νά σου πάλι ακμαίος!
Με δέρμα λαμπερό, το μάτι καθαρό, σαν γιατρουδάκος νέος.
Θέλει να πετάξει τώρα, κατ' αρχας τη θερμοφόρα, κι ύστερα όλα τα τσάγια τους λαπάδες τ' αποφάγια.
Ντύνεται ολοταχώς, κατευθύνεται εκτός
και γίνεται μπουχός!