Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα που ζούσε σ' ένα ξερονήσι. Για σπίτι είχε ένα σάπιο, σκουριασμένο καράβι ξεβρασμένο στην άμμο. Ήταν το καράβι του πατέρα της, που ναυάγησε πριν χρόνια. Έτσι χάθηκαν οι γονείς της και το κορίτσι μεγάλωνε ολομόναχο. Αλλά δεν άντεχε πια στο νησί. Σίχαμα είχε γίνει η ζωή της, μοναχική και χωρίς νόημα. Παρακάλαγε τον ήλιο να της φέρει πίσω τους γονιούς. Αλλά απάντηση καμιά.
Ώσπου ένα πρωί σηκώνεται και ανεβαίνει στο κατάρτι του ναυαγίου. Αρχίζει να ουρλιάζει. Να τον βρίζει. Χειρότερα λόγια δεν μπορούσε να πει στόμα ανθρώπου. Ώσπου ο ήλιος έσβησε. Απλώθηκε σκοτάδι. Και η κόρη, σα πεθαμένη, ξάπλωσε στην άμμο και κοιμήθηκε.
Για μέρες ατέλειωτες ήταν νύχτα. Ψόφησαν όλα τα ψάρια και ξεράθηκαν όλα τα φύκια. Έκανε κρύο. Πάγωσε η θάλασσα. Η κοπέλα δεν είχε ούτε να φάει ούτε να σκεπαστεί. Ανεβαίνει τότε ξανά στο κατάρτι. Αυτή τη φορά, κλαίγοντας. Ζητά συγχώρεση για τα σκληρά της λόγια. Της λέει τότε το φεγγάρι:
-Πήγαινε στην άλλη πλευρά του νησιού. Εκεί θα βρεις τον βασιλιά των νεκρών. Αυτός θα σου πει τί να κάνεις.
Φοβήθηκε η κόρη. Ποτέ δεν είχε πάει εκεί, ήταν άγρια η άλλη πλευρά και σκοτεινή. Βράχοι τεράστιοι της έκρυβαν τον ήλιο. Μα άλλη λύση δεν υπήρχε. Βάζει τα πιο ζεστά της ρούχα και ξεκινάει. Περπάταγε αργά, με μικρά και σταθερά βήματα γιατί γλιστρούσε ο πάγος. Φτάνει στους μεγάλους βράχους. Σκαρφαλώνει στην κορυφή και βλέπει μια παραλία απέραντη, γεμάτη σκελετούς ζώων. Είχαν ασπρίσει απ' τη θάλασσα και άστραφταν στο φως του φεγγαριού. Άφησε η κόρη να της ξεφύγει μια φωνή. Αντήχησε σε όλη την παραλία. Με μιας οι σκελετοί αρχίζουν να τρέμουν. Πλησιάζουν ο ένας τον άλλον και ενώνονται. Έγινε ένα πλάσμα θεόρατο, από κόκαλα. Με κόκκινα μάτια. Από κείνα τα όντα που σου μιλούν κατευθείαν, στα μύχια της συνείδησής σου, χωρίς να χρειάζονται φωνή. Λέει της κόρης:
-Ξέρω ποια είσαι και τι θες.
Παίρνει μια χούφτα άμμο χοντρή σαν το σουσάμι και την πετάει στον αέρα. Και νά σου η μάνα κι ο πατέρας της στον ουρανό.
-Φέρε συ πίσω τον ήλιο, και θα σου φέρω πίσω τους γονείς σου.
- Και πώς θα γίνει αυτό; ρώτησε η κόρη, με το βλέμμα καρφωμένο στις δύο ουράνιες φιγούρες που την χαιρετούσαν.
Σηκώνει το χέρι ο θεός των νεκρών και ανοίγει μια τρύπα στον πάγο. Από μέσα βγαίνει μια χρυσή κλωστή.
-Βγάλε τα ρούχα σου και πιάσε τη κλωστή, της λέει.
Έτσι και κάνει. Τότε η κλωστή αρχίζει να τυλίγεται γύρω της. Έντυσε όλο της το κορμί. Κι άρχισε να την τραβάει στα βάθη της θάλασσας.
Μήνες και μήνες ταξίδευε στο σκοτάδι. Ώσπου έφτασε στα πιο μεγάλα βάθη του κόσμου.
Ακούει ένα κλάμα. Και βλέπει τον ήλιο, που' χε γίνει μικρός σαν βότσαλο. Της λέει τότε ο ήλιος:
-Πάρε με στην αγκαλιά σου να φάω να τρανέψω.
Τον παίρνει τότε η κόρη στα χέρια. Κι αρχίζει να τον βυζαίνει. Έτρωγε, έτρωγε ο ήλιος κι όλο μεγάλωνε. Και δυνάμωνε το φως του. Μα όσο δυνάμωνε ο ήλιος, τόσο αδυνάτιζε η κόρη. Χλώμιαζε το δέρμα της και θόλωνε η ματιά της. Κι όταν τη ρώμη έχασε, χάθηκε κι η μιλιά της. Όπως ανέβαινε ψηλά ο ήλιος, ν' αναδυθεί απ' τα βάθη της θάλασσας, στέλνει μια αχτίδα και παίρνει μαζί του και την κόρη, γερασμένη, σαν κουφάρι.
Στο νησί την περίμενε ο βασιλιάς των νεκρών, μαζί με τους γονείς της.
-Έκανες το σωστό. Μπορείς πια να ζήσεις στο πλάι των γονιών σου, αιώνια. Αλλά στο βασίλειό μου, όχι εδώ. Αυτό είναι το δώρο μου για σένα.
Δάκρυσε η κόρη. Η ώρα είχε έρθει.
Έτσι οπως ανέβαινε ο ήλιος στον ουρανό, ανέβαινε και η κόρη αγκαλιασμένη με τους γονείς της. Κι έζησε για πάντα ευτυχισμένη, αχώριστη από τους γονείς της όπως ήθελε, στο βασίλειο των νεκρών.